σπαρτός

σπαρτός
-ή, -ό / σπαρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για αγρό) σπαρμένος, καλλιεργημένος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) οἱ Σπαρτοί
μυθ. οπλισμένοι άνδρες οι οποίοι, κατά την παράδοση, φύτρωσαν από τα δόντια τού δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος στη Βοιωτία και από τους οποίους προήλθαν οι Θηβαίοι
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπαρτά
χωράφια σπαρμένα με σιτάρι και άλλα σιτηρά
αρχ.
1. διεσπαρμένος
2. φρ. «λόγχη σπαρτός» — ο θηβαϊκός στρατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. σπείρω + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπαρτός — sown masc nom sg σπαρτός sown masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπαρτός — sown masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάρτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάρτος — ὁ και ἡ, Α 1. το φυτό σπάρτο 2. σχοινί από σπάρτο 3. το νήμα τής στάθμης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. τής λ. σπάρτον, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • σπαρτός — ή, ό 1. σπαρμένος. 2. διασκορπισμένος. ο βλ. σπάρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπαρτά — σπαρτός sown neut nom/voc/acc pl σπαρτά̱ , σπαρτός sown fem nom/voc/acc dual σπαρτά̱ , σπαρτός sown fem nom/voc sg (doric aeolic) σπαρτός sown neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτόν — σπαρτός sown masc acc sg σπαρτός sown neut nom/voc/acc sg σπαρτός sown masc/fem acc sg σπαρτός sown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτοῖς — σπαρτός sown masc/neut dat pl σπαρτός sown masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτοί — σπαρτός sown masc nom/voc pl σπαρτός sown masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτοῦ — σπαρτός sown masc/neut gen sg σπαρτός sown masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”